οστεΐτιδα

οστεΐτιδα
(Ιατρ.). Φλεγμονή του οστίτη ιστού. Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, τις πλευρές, τους σπόνδυλους και τα άκρα των οστών. Διακρίνεται σε οξεία ή χρονία (τερηδόνα) και, ανάλογα με το μικρόβιο που την προκαλεί, υπάρχει σε διάφορες μορφές. Οι κυριότερες από αυτές είναι η συφιλιδική ο. η φυματιώδης ο. η τυφική και η πνευμονιοκοκκική ο. και η οστεοπεριοστίτιδα των επιφύσεων, η γνωστή οστεομυελίτιδα.
* * *
η
ιατρ. η οστίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteitis < ὀστέον / ὀστοῦν + -ίτιδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • επιφυσικός — ή, ό [επίφυση] αυτός που αναφέρεται στην επίφυση («επιφυσική οστεΐτιδα») …   Dictionary of Greek

  • οστίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης πάθηση τού οστίτη ιστού, μικροβιακής, παρασιτικής ή χημικής αιτιολογίας, αλλ. οστεΐτιδα (α. «λοιμώδης οστίτιδα» β. «φυματιώδης οστίτιδα,») …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”