- οστεΐτιδα
- (Ιατρ.). Φλεγμονή του οστίτη ιστού. Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, τις πλευρές, τους σπόνδυλους και τα άκρα των οστών. Διακρίνεται σε οξεία ή χρονία (τερηδόνα) και, ανάλογα με το μικρόβιο που την προκαλεί, υπάρχει σε διάφορες μορφές. Οι κυριότερες από αυτές είναι η συφιλιδική ο. η φυματιώδης ο. η τυφική και η πνευμονιοκοκκική ο. και η οστεοπεριοστίτιδα των επιφύσεων, η γνωστή οστεομυελίτιδα.
* * *ηιατρ. η οστίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteitis < ὀστέον / ὀστοῦν + -ίτιδα*].
Dictionary of Greek. 2013.